- κορδονέτο
- τολεπτό κορδόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cordonnet].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορδονέτο — το (λ. ιταλ.), λεπτό κορδόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)